σημειωτός

σημειωτός
-ή, -ό(ν) / σημειωτός, -ή, -όν, ΝΑ [σημειῶ, -ώνω]
νεοελλ.
1. φρ. «βήμα σημειωτόν» ή, απλώς, «σημειωτόν» — ρυθμική κίνηση τών ποδιών στο ίδιο σημείο, χωρίς μετακίνηση
2. φρ. «προχωρώ [ή κινοῡμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»
μτφ. έχω πολύ μικρή πρόοδο, προχωρώ πάρα πολύ αργά
αρχ.
1. αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με σημείο
2. αυτός που έχει επάνω του σχεδιάσματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σημειωτός — ή, ό 1. σημειωμένος. 2. φρ., «βήμα σημειωτό», το να κινεί κάποιος τα πόδια του, να βαδίζει, χωρίς να προχωρεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημειωτά — σημειωτός signified neut nom/voc/acc pl σημειωτά̱ , σημειωτός signified fem nom/voc/acc dual σημειωτά̱ , σημειωτός signified fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειωτόν — σημειωτός signified masc acc sg σημειωτός signified neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειωταί — σημειωτός signified fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειωτοῦ — σημειωτός signified masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειωτῷ — σημειωτός signified masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειωτικός — ή, ό / σημειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η σημειωτική α) γλωσσ. η σημειολογία β) ιατρ. παλαιός όρος για την συμπτωματολογία 2. φρ. α) «σημειωτικό σύμπτωμα» ιατρ. το σύμπτωμα που επιτρέπει την εντόπιση τής έδρας τής πάθησης ενός… …   Dictionary of Greek

  • χριστοσημείωτος — ον, Μ εκκλ. αυτός πάνω στον οποίο είναι σημειωμένο το σημείο τού Χριστού, ο σταυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + σημειωτός (< σημειῶ, ώνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”