- σημειωτός
- -ή, -ό(ν) / σημειωτός, -ή, -όν, ΝΑ [σημειῶ, -ώνω]νεοελλ.1. φρ. «βήμα σημειωτόν» ή, απλώς, «σημειωτόν» — ρυθμική κίνηση τών ποδιών στο ίδιο σημείο, χωρίς μετακίνηση2. φρ. «προχωρώ [ή κινοῡμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»μτφ. έχω πολύ μικρή πρόοδο, προχωρώ πάρα πολύ αργάαρχ.1. αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με σημείο2. αυτός που έχει επάνω του σχεδιάσματα.
Dictionary of Greek. 2013.